αλοτροφώ

αλοτροφώ
ἁλοτροφῶ (-έω) (Μ)
τρέφω με αλάτι (για τους βοσκούς που αρμυρίζουν τα ζωντανά τους).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλοτρόφος < ἁλο-* + -τρόφος < τρέφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”